Monday 26 April 2010

Φθινοπωρινή σκηνή

Το ξεχασμένο του σπίτι στέκονταν στου δρόμου το τέλος
κι εκείνος θα είχε ξεχάσει πως είναι του ήλιου το πέλος
δεν ξέρει για πόσο καιρό έχει μείνει κοιτώντας τη λήθη,
στου τελευταίου πίνακα του την όψη, που η λογική καταργήθη

Κι αναπολούσε τις βραδιές που γύριζε
με ατημέλητες σοφιστικέ γκαρσόνες,
που βλέπανε στα μάτια του μια σκάλα με πανιά
ή με ξανθιές αλλοπαρμένες κούκλες trophy
να πνίξουν τον με εγώ τρεφόμενό του όφι.
Σαν μπαίναν στου σπιτιού τη νηνεμία
τις κάθιζε και ξέπλεκε με βιάση τα μαλλιά.

Θα ήθελε να είναι η μουσική που ακούνε
η στάση τους για τη ζωή, η άποψη η πολιτική,το πότε και γιατί θέλουν παιδί,
και όχι αν θα μπορούσανε να ζούνε
δίπλα από νεκρά χρυσά πεσμένα φύλλα
στην φθινοπωρινή σκηνή που είχε φανταστεί
πλάι στην λίμνη, λίγο μετά τη χαραυγή,
αυτό που θα τις άφηνε να μπούνε
στης καρδιάς του το σιλό και να χαθούνε.

Στης σάλας το κέντρο , το καβαλέτο. μ' έναν καμβά ημιτελή:
δέντρα, ουρανός και γη , όλα εκεί
περίμεναν μ' υπομονή να 'ρθει αυτή και την πνοή να δώσει,
τα φύλλα να θροϊσουν, το αεράκι αυτό να τον λυτρώσει.

Οι πρώτες πινελιές πάντα προδίδαν
αυτό που ως το πρωί έμελλε να γενεί,
μ' άλλες φορές στωικά, και άλλες με μανία
συνέχιζε ως το τέλος την όλο χρώμα τελετή.

Ωσότου ολοκληρώσει την εικόνα
η μούσα του είχε αφεθεί, ανύποπτα αποκοιμηθεί
κι αυτός παρατηρούσε μ' ένα βλέμμα δίχως χρώμα
προσπαθώντας να σκεφτεί ποιο είν' το λάθος
γιατί ούτε αυτή στον κόσμο του δε μπορεί να ζει
και παίρνει απ' τον καμβά όλο το πάθος.

Καθώς με την οδύνη συζητούσε, τα δάκρυά του έπεφταν σε χώμα ακριλικό
και έλιωναν την γη όπου πατούσε της μούσας του η αδελφή.
Όπως κυλούσαν έσκιζαν τη σάρκα της, σαν μια θλιμμένη λάβα,
σιγά-σιγά το έπαιρναν μαζί τους, πριν βουτήξουν στο κενό,
το παράταιρο ετούτο θηλυκό. Πριν το ρίξουν στον Καιάδα.

Για να διαγράψει την παραφωνία, και να ηχούν στ' αυτιά του όπως και πριν
οι φωνές που τον συμβούλευαν τι χρώμα να διαλέξει για να επέλθει αρμονία,
έπρεπε και η μούσα να ταφεί, να χαθεί μαζί με τη νεκρή της αδελφή.

Κανείς δεν είχε φανταστεί, γιατί τα τριαντάφυλλα στην πίσω του αυλή ήταν αλλόκοτα,
άλλα μαύρα, άλλα μοβ, άλλα καφέ και κάποια γκρι
ανάλογα πού πάνω στην θαμμένη πια σκηνή έπεφτε ο σπόρος,
που τρεφόταν απ' το άψυχο, αταίριαστο κορμί.

Αυτά σκεφτόταν καθισμένος στου δωματίου το βυθό
ανήμπορος να διανοηθεί πώς έφυγε από της καρδιάς του το σιλό
η μούσα του η μοναδική. Για χρόνια ήτανε μαζί, και κύλαγε όμορφα η άδεια του ζωή.
Απέμεινε μονάχος να κοιτάζει, στον τελευταίο πίνακά του, την ξέθωρή της αδελφή.
Εκείνη ακόμα ρεμβάζει, ακόμα ζει, μέσα στη φθινοπωρινή σκηνή
πλάι στη λίμνη, λίγο μετά τη χαραυγή.
Πέρασαν χρόνια, τον είχε σχεδόν ξεχάσει
στην σοφίτα σκονισμένο, με το ξύλο του καμβά σπασμένο.
Μα είναι πλέον το μόνο του ενθύμιο από αυτή,
και δεν ταιριάζει να χαθεί, μαζί μ' εκείνη να θαφτεί.

Πόσο απεχθάνεται τώρα τον κήπο του,
πόσο θα ήθελε να έχει γαρδένιες και γαρύφαλλα.
Έστω αλλόκοτα τριαντάφυλλα πολύχρωμα.
Όχι λευκά. Κάθε φορά που τα κοιτά η ζωή του σταματά.

No comments:

Post a Comment