Thursday 13 May 2010


May may seem like November.
Sun, a word hard to remember.
Good food is always out of reach.
You'd kill for skewers by the beach.

Take a walk down the park
or by the river after dark.
Stand on the bridge and close your eyes.
Forget the city's mad disguise.

It is the wind violently blowing.
It is the buskers that keep going.
The night bus that wakes you up.
Your life feeling so messed up.

Just let this music touch your heart.
And sing along. Was it that bad?

Monday 26 April 2010

Φθινοπωρινή σκηνή

Το ξεχασμένο του σπίτι στέκονταν στου δρόμου το τέλος
κι εκείνος θα είχε ξεχάσει πως είναι του ήλιου το πέλος
δεν ξέρει για πόσο καιρό έχει μείνει κοιτώντας τη λήθη,
στου τελευταίου πίνακα του την όψη, που η λογική καταργήθη

Κι αναπολούσε τις βραδιές που γύριζε
με ατημέλητες σοφιστικέ γκαρσόνες,
που βλέπανε στα μάτια του μια σκάλα με πανιά
ή με ξανθιές αλλοπαρμένες κούκλες trophy
να πνίξουν τον με εγώ τρεφόμενό του όφι.
Σαν μπαίναν στου σπιτιού τη νηνεμία
τις κάθιζε και ξέπλεκε με βιάση τα μαλλιά.

Θα ήθελε να είναι η μουσική που ακούνε
η στάση τους για τη ζωή, η άποψη η πολιτική,το πότε και γιατί θέλουν παιδί,
και όχι αν θα μπορούσανε να ζούνε
δίπλα από νεκρά χρυσά πεσμένα φύλλα
στην φθινοπωρινή σκηνή που είχε φανταστεί
πλάι στην λίμνη, λίγο μετά τη χαραυγή,
αυτό που θα τις άφηνε να μπούνε
στης καρδιάς του το σιλό και να χαθούνε.

Στης σάλας το κέντρο , το καβαλέτο. μ' έναν καμβά ημιτελή:
δέντρα, ουρανός και γη , όλα εκεί
περίμεναν μ' υπομονή να 'ρθει αυτή και την πνοή να δώσει,
τα φύλλα να θροϊσουν, το αεράκι αυτό να τον λυτρώσει.

Οι πρώτες πινελιές πάντα προδίδαν
αυτό που ως το πρωί έμελλε να γενεί,
μ' άλλες φορές στωικά, και άλλες με μανία
συνέχιζε ως το τέλος την όλο χρώμα τελετή.

Ωσότου ολοκληρώσει την εικόνα
η μούσα του είχε αφεθεί, ανύποπτα αποκοιμηθεί
κι αυτός παρατηρούσε μ' ένα βλέμμα δίχως χρώμα
προσπαθώντας να σκεφτεί ποιο είν' το λάθος
γιατί ούτε αυτή στον κόσμο του δε μπορεί να ζει
και παίρνει απ' τον καμβά όλο το πάθος.

Καθώς με την οδύνη συζητούσε, τα δάκρυά του έπεφταν σε χώμα ακριλικό
και έλιωναν την γη όπου πατούσε της μούσας του η αδελφή.
Όπως κυλούσαν έσκιζαν τη σάρκα της, σαν μια θλιμμένη λάβα,
σιγά-σιγά το έπαιρναν μαζί τους, πριν βουτήξουν στο κενό,
το παράταιρο ετούτο θηλυκό. Πριν το ρίξουν στον Καιάδα.

Για να διαγράψει την παραφωνία, και να ηχούν στ' αυτιά του όπως και πριν
οι φωνές που τον συμβούλευαν τι χρώμα να διαλέξει για να επέλθει αρμονία,
έπρεπε και η μούσα να ταφεί, να χαθεί μαζί με τη νεκρή της αδελφή.

Κανείς δεν είχε φανταστεί, γιατί τα τριαντάφυλλα στην πίσω του αυλή ήταν αλλόκοτα,
άλλα μαύρα, άλλα μοβ, άλλα καφέ και κάποια γκρι
ανάλογα πού πάνω στην θαμμένη πια σκηνή έπεφτε ο σπόρος,
που τρεφόταν απ' το άψυχο, αταίριαστο κορμί.

Αυτά σκεφτόταν καθισμένος στου δωματίου το βυθό
ανήμπορος να διανοηθεί πώς έφυγε από της καρδιάς του το σιλό
η μούσα του η μοναδική. Για χρόνια ήτανε μαζί, και κύλαγε όμορφα η άδεια του ζωή.
Απέμεινε μονάχος να κοιτάζει, στον τελευταίο πίνακά του, την ξέθωρή της αδελφή.
Εκείνη ακόμα ρεμβάζει, ακόμα ζει, μέσα στη φθινοπωρινή σκηνή
πλάι στη λίμνη, λίγο μετά τη χαραυγή.
Πέρασαν χρόνια, τον είχε σχεδόν ξεχάσει
στην σοφίτα σκονισμένο, με το ξύλο του καμβά σπασμένο.
Μα είναι πλέον το μόνο του ενθύμιο από αυτή,
και δεν ταιριάζει να χαθεί, μαζί μ' εκείνη να θαφτεί.

Πόσο απεχθάνεται τώρα τον κήπο του,
πόσο θα ήθελε να έχει γαρδένιες και γαρύφαλλα.
Έστω αλλόκοτα τριαντάφυλλα πολύχρωμα.
Όχι λευκά. Κάθε φορά που τα κοιτά η ζωή του σταματά.

Monday 12 April 2010

Διαγραφή

Σκηνή 1

Οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου με δυσκολία τρύπωναν μέσα στην παλιά σοφίτα και έπεφταν άτσαλα πάνω στο γυμνό κορμί της Νταίζης.
- "Εντάξει, μπορείς να ντυθείς τώρα", της είπε καθώς ξέπλενε το πινέλο του στο θολό από μπογιά ποτήρι.
Εκείνη έμεινε για λίγο να κοιτάει τον πίνακα που στεκόταν δίπλα του, ο οποίος είχε φτάσει σχεδόν στο τέλος του.
Είχαν περάσει τρεις μήνες από την πρώτη τους συνάντηση, όταν δέχτηκε να την ζωγραφίσει. Ο άντρας της του παρήγγειλε ένα πορτραίτο της, για την 10η επέτειο των γάμων τους. Κάθε Κυριακή, στις 3, συναντιόνταν με τον ζωγράφο στο ατελιέ του για 5 ώρες. Η Νταίζη πόζαρε γυμνή, ξαπλωμένη σε ένα ανάκλιντρο, με φόντο τον χλωμό ουρανό της Αθήνας όπως φαινόταν μέσα από το σκονισμένο παράθυρο.
- "Πώς σου φαίνεται; Πες μου την αλήθεια. Ούτως 'η άλλως έχουμε φτάσει σχεδόν στο τέλος. Στην επόμενη και τελευταία συνάντησή μας, όταν θα έρθεις με τον άντρα σου για να τον παρουσιάσω και σε αυτόν, μόνο μικροαλλαγές θα μπορέσω να κάνω".
- "Μα είναι τέλειος, Αγαμήδη! Όσες φορές και να με ρωτήσεις την ίδια απάντηση θα πάρεις. Η επιλογή των χρωμάτων, η ζεστασιά του τοπίου, τα δέντρα που υψώνονται πίσω μου και δημιουργούν μια αίσθηση δέους και σεβασμού λόγω της ανισότητας των μεγεθών. Η παραμικρή λεπτομέρεια είναι προσεγμένη. Έχεις αποτυπώσει ακόμα και το όνομα του Σπάρτακου πάνω στο κολάρο του".
Το θέμα του πίνακα, κατόπιν απαιτήσεως του άντρα της, ήταν η Νταίζη καθισμένη σε μία σεζλονγκ φορώντας ένα κάτασπρο μακρύ φόρεμα, με τον Σπάρτακο στα πόδια της και φόντο ένα ξέφωτο που στο βάθος έδινε τη θέση του σε ένα πυκνό καταπράσινο δάσος. Παρόλα αυτά, ο Αγαμήδης ήταν λάτρης της ζωγραφικής βασισμένης στην μνήμη και την φαντασία. Για αυτό και επέμεινε η Νταίζη να ποζάρει γυμνή στο ατελιέ του. Όλα τα υπόλοιπα, το φόρεμα, τα δάση, το ξέφωτο, τον Σπάρτακο, θα τα προσέθετε ο ίδιος, θα τα έπλαθε μέσα από εικόνες και ερεθίσματα που βρίσκονταν κρυμμένα μέσα του και έψαχναν απεγνωσμένα τρόπο να εκφραστούν μέσα από το πινέλο του.
-"Εμένα μου φαίνεται ότι κάτι δεν είναι αρκετό. Κάτι λείπει, και όσο δεν μπορώ να το βρω και να το ζωγραφίσω τρελαίνομαι".
Στη συνέχεια και οι δύό τους σώπασαν για λίγο, καθώς ο Αγαμήδης ήπιε βιαστικά το υγρό του ποτηριού με τα πινέλα.
Ποτέ του δεν το ξέπλενε στη βρύση. Όπως κάθε καλλιτέχνης, είχε και αυτός τις ιδιοτροπίες του. Μία από αυτές, ήταν και ο φόβος ότι κάποιος παραμονεύει για να κλέψει τα μυστικά του. Να τον αντιγράψει, να μάθει τους συνδυασμούς χρωμάτων, την τεχνοτροπία του. Η σκέψη ενός ανταγωνιστή του να περιμένει καρτερικά στην απόληξη της σωλήνας του νεροχύτη, προσμένοντας την ώρα που το χρωματιστό υγρό θα εμφανιζόταν για να το μαζέψει και να κλέψει κάθε μυστικό του, τον τρέλαινε.
- "Δεν μπορώ να προσδιορίσω τι είναι αυτό που με προβληματίζει. Μου μοιάζει σαν ψεύτικος ο πίνακας, σαν να απέτυχα να απαθανατίσω την μορφή σου μέσα στον χρόνο. Κοιτώντας τον, δεν βλέπω την Νταίζη να παίζει με τις κούκλες της, να πηγαίνει σχολείο, να ερωτεύεται, να πονάει, να φοβάται, να προσμένει... Απέτυχα..."
- "Σώπασε Αγαμήδη, έσπευσε να τον καθησυχάσει η Νταίζη μη μπορώντας να ακούει αυτά που ξεστομούσε. Έχεις ένα σπάνιο χάρισμα και αυτό φαίνεται στους πίνακές σου. Σταμάτα να αμφιβάλλεις για την αξία σου και να κάνεις κακό στον εαυτό σου".
Έπειτα έσκυψε προς το μέρος του, αφήνοντας τα μακρυά καστανά μαλλιά της να πέσουν πάνω στα γόνατά του. Με μια γρήγορη κίνηση ξεκούμπωσε το παντελόνι του και έβαλε στο στόμα της το πέος του καλλιτέχνη. Δεν πέρασαν πάνω από δύο λεπτά όταν ένιωσε τα προικισμένα του χέρια να γραπώνουν τα μαλλιά της και να την τραβούν απότομα μακριά του.
-" Όχι, δεν χρειάζεται, θέλω να τελειώσεις μέσα μου", του ψιθύρισε καθώς έκανε να πλησιάσει ξανά προς το μέρος του. Μα ο ζωγράφος είχε ήδη απομακρυνθεί, αφήνοντάς την με ανοιχτό το στόμα.
- "Νταίζη, πρέπει να φύγεις τώρα", της είπε καθώς έψαχνε για κάτι στην ντουλάπα του.
- "Μην φοβάσαι αγάπη μου, δεν πρόκειται κανείς να καταλάβει τίποτα".
- "Νταίζη, πρέπει να φύγεις", της είπε ξανά έχοντας βρει πλέον αυτό που έψαχνε. Ξεκούμπωσε το πουκάμισό του και πήρε από την ντουλάπα την κρεμάστρα με το πολυπόθητο ρούχο.
- "Έχουμε ώρα Αγαμήδη. Έλα κοντά μου, αφέσου στα χέρια μου και σου υπόσχομαι πως θα κλείσω μέσα μου κάθε σκοτεινή σου σκέψη".
- "Ναι αλλά εγώ πρέπει να ανοίξω την τηλεόραση γιατί σε 10 λεπτά αρχίζει ο Ολυμπιακός".
Είχε πλέον φορέσει την ερυθρόλευκη φανέλα του Ριβάλντο και ετοιμαζόταν να απολαύσει τον αγώνα.
Η Νταίζη ντύθηκε βιαστικά και του έριξε μια τελευταία ματιά πριν κλείσει βίαια την πόρτα πίσω της.
Ο Αγαμήδης κάθισε στην καρέκλα του και περίμενε στωικά την σέντρα του ματς. Το παντελόνι του ήταν ακόμα ξεκούμπωτο. Πήρε το ποτήρι με τα πινέλα και το πλησίασε στο μαραμένο πλέον μόριό του, γεμίζοντάς το μέχρι πάνω με το χρυσοκίτρινο υγρό. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε είναι να ξεραθούν τα σύνεργά του...


Σκηνή 2

- "Απέχει πολύ ακόμα το σπίτι του ζωγράφου γλυκιά μου;"
- "Όχι πάνω από 10 λεπτά.. Στο επόμενο φανάρι στρίψε αριστερά", φώναξε στον σοφέρ.
- "Δεν μπορώ να καταλάβω Πάρη ,γιατί έπρεπε να μας φέρει αυτός, παραπονέθηκε χαμηλόφωνα η Νταίζη.. Θα μπορούσαμε να πάρουμε ταξί ή να οδηγήσω εγώ. Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν τον υποφέρω με τίποτα".
- "Μα καλή μου, είναι ο μόνος άνθρωπος που εμπιστεύομαι. Πέρα από εσένα φυσικά.. Θυμάμαι σαν σήμερα τη μέρα που τον αγόρασα. Ήταν γερή πάστα, ξεχώριζε ανάμεσα στα άλλα παιδιά που είχα στην δούλεψη μου. Ποτέ δε φοβήθηκε την πολύ δουλειά, ποτέ δεν ζήτησε παραπάνω μερίδα φαΐ. Θυμάσαι την περίοδο της κρίσης, που είχαμε αρχίσει να τα φέρνουμε βόλτα δύσκολα";
- "Ναι, μη μου το θυμίζεις. Ήταν τότε που σταματήσαμε να καίμε χαρτονομίσματα στο τζάκι...
- "Ναι για τότε λέω. Είχα αναγκαστεί να ελαττώσω στο ελάχιστο τις μερίδες τους. Εκείνος όμως συνέχισε με επιμονή και υπομονή να δουλεύει κάθε μέρα αγόγγυστα. Κόρεσε την πείνα του κανιβαλίζοντας τα πτώματα όσων είχαν υποκύψει στην ασιτία και τις ασθένειες. Και στο τέλος βγήκε νικητής".
- "Εντάξει, εντάξει αγάπη μου. Σταμάτα την διήγηση, με κούρασες".
- "Συγγνώμη Νταίζη μου. Δεν περίμενα πως θα σε αναστατώσουν τα λόγια μου. Μα τι έχεις; Φαίνεσαι καταβεβλημένη"..
- "Δεν είναι τίποτα. Σήμερα αδιαθέτησα, μάλλον θα είναι από αυτό. Σπάρτακε! Σταμάτα εδώ, στο κτίριο με τα ροζ φουρούσια", είπε στον σοφέρ.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά από το κτίριο του ζωγράφου Αγαμήδη. Πρώτα βγήκε ο Πάρης, κρατώντας στα χέρια του ένα λουρί. Κάνοντας το γύρο του αυτοκινήτου, πήγε στη μεριά της Νταίζης και της άνοιξε την πόρτα. Ο Σπάρτακος , που είχε ήδη βγει από το αυτοκίνητο, κλείδωσε τις ασφάλειες μόλις η Κυρία του έκλεισε πίσω της την πόρτα. Ύστερα πήγε προς το μέρος του Πάρη και έσκυψε όσο χρειάστηκε για να ξεπροβάλει το κολάρο του μέσα από τον άσπρο γιακά του. Ο Πάρης του πέρασε το λουρί, και οι τρεις τους μπήκαν στην είσοδο του κτιρίου. Άρχισαν να ανεβαίνουν τις σκάλες και μετά από μερικά λεπτά στέκονταν έξω από την πόρτα του ζωγράφου.
- "Καλησπέρα κύριε Πάρη", είπε βιαστικά ο Αγαμήδης καθώς άνοιξε την πόρτα.
- "Καλησπέρα σας".
- "Μα μην στέκεστε εδώ έξω, περάστε".
Πρώτα πέρασε η Νταίζη , και στη συνέχεια ο Πάρης με τον Σπάρτακο να ακολουθεί πίσω του.
- "Επιτρέψτε μου να σας συστήσω τον πιστό μου σύντροφο, τον Σπάρτακο", είπε ο Πάρης καθώς έδενε το λουρί στην σωλήνα του καλοριφέρ, δίπλα από την μοναδική πολυθρόνα που υπήρχε στο ατελιέ. Στη συνέχεια κάθισε , με τον Σπάρτακο καθισμένο στο πάτωμα δίπλα του, ενώ η Νταίζη είχε βολευτεί στο, οικείο για εκείνην, ανάκλιντρο.
Ο χώρος ήταν απελπιστικά μικρός για ένα άτομο, πόσο μάλλον για τέσσερα που είχαν συγκεντρωθεί τώρα. Η μικρή σοφίτα βρισκόταν στον 4ο όροφο ενός παλιού νεοκλασικού κτιρίου, το οποίο ξεχώριζε για το χαρακτηριστικό ροζ χρώμα που είχαν τα φουρούσια κάτω από τα μπαλκόνια του. Αυτήν την εκτρωματική για κάποιους, ιδιοφυή για άλλους, εικαστική παρέμβαση είχε κάνει παλιότερα ένας gay ένοικος. Ήθελε με αυτόν τον τρόπο να διαμαρτυρηθεί για τον ρατσισμό και την προκατάληψη απέναντί σε αυτόν και τους όμοιούς του, λίγες μέρες πριν συλληφθεί και θανατωθεί δια λιθοβολισμού από τους κληρικούς της ενορίας και τους μαθητές των τοπικών κατηχητικών σχολείων.

- "Βλέπω είναι αρκετά στενάχωρα εδώ", παρατήρησε ο Πάρης θέλοντας να σπάσει την άβολη σιωπή που είχε αρχίσει να απλώνεται.
Το ατελιέ ήταν ένας ενιαίος χώρος, σαν μικρή γκαρσονιέρα. Εδώ μαγείρευε, κοιμόταν και δημιουργούσε ο Αγαμήδης. Το μόνο έπιπλο, πέραν του ανακλίντρου και της πολυθρόνας, ήταν ένα χειρουργικό τραπέζι δίπλα από το παράθυρο. Πριν νοικιάσει αυτός το διαμέρισμα, στον χώρο στεγαζόταν μια παράνομη κλινική εκτρώσεων. Είχε προλάβει να λειτουργήσει κάποιους μήνες, αλλά τελικά οι ιδιοκτήτες της υπέκυψαν στις πιέσεις των γειτόνων οι οποίοι είχαν απαγάγει και λιντσάρει επανειλημμένα αμέτρητες μικρές πελάτισσες. Ο Αγαμήδης σκέφτηκε πως μπορούσε να χρησιμοποιήσει το χειρουργικό τραπέζι σαν κρεβάτι, και γι´ αυτό δεν το είχε πετάξει. Μόνο αυτό, και τα φιμέ μπουκάλια με τα μικροσκοπικά έμβρυα μέσα στην φορμόλη, που βρίσκονταν παρατεταγμένα πάνω από τα ντουλάπια του νεροχύτη, θύμιζαν κάτι από το παρελθόν του χώρου.
Στη μέση του ατελιέ, καλυμμένο με ένα μαύρο κομμάτι ύφασμα, βρισκόταν το πορτραίτο της Νταίζης. Γύρω του κάθονταν οι επισκέπτες του Αγαμήδη, έτοιμοι για την αποκάλυψη του αριστουργήματός του.
-"Κύριε Πάρη", είπε με τρεμάμενη , γεμάτη ανασφάλεια, φωνή ο καλλιτέχνης. "Πιστεύω πως πρέπει να περάσουμε κατευθείαν στο θέμα. Κάτω από αυτό το μαύρο ύφασμα κρύβεται η προσπάθεια και η αυταπάρνηση πολλών μηνών. Έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό προσπαθώντας να φιλοτεχνήσω το πορτρέτο της συζύγου σας. Ελπίζω να φανώ αντάξιος των προσδοκιών σας. Πείτε μου ειλικρινά την γνώμη σας και μη διστάσετε να σχολιάσετε ό,τι πιστεύετε ότι δεν είναι πρέπον. Και μην ξεχνάτε ότι έχουμε ακόμα μια εβδομάδα μέχρι την επίσημε παρουσίαση του πίνακα στην έπαυλή σας, οπότε μπορώ να κάνω κάποιες περαιτέρω διορθώσεις και...".
- "Πριν αποκαλύψετε τον πίνακα", τον διέκοψε η Νταίζη, "μήπως σας βρίσκεται κάποιο παυσίπονο";
- "Μα βέβαια, κυρία μου", απάντησε νευρικά ο Αγαμήδης καθώς κατέβαζε από το δεξί ντουλάπι της κουζίνας ένα κουτί DEPON. "Ελπίζω να μην σας κούρασα τόσο πολύ με την πολυλογία μου", της είπε καθώς γέμιζε ένα ποτήρι με νερό, ελπίζοντας πως το κωμικό του σχόλιο θα προσδώσει μια νότα ευθυμίας στην ατμόσφαιρα. Δεν γέλασε κανείς.
- "Όχι, όχι δεν είναι αυτό", απάντησε κοφτά η Νταίζη. "Είμαι αδιάθετη και με βοηθάει να καταπραΰνω τους πόνους της περιόδου".
Η Νταίζη ήπιε βιαστικά το νερό μαζί με το χάπι, και ο καλλιτέχνης πήρε και πάλι τον λόγο.
- "Δεν θα μακρηγορήσω λοιπόν άλλο. Ιδού!", φώναξε, και τράβηξε το μαύρο κάλυμμα από τον πίνακα, αποκαλύπτοντας το αριστούργημά του στους καλεσμένους του. Ο Πάρης έμεινε για λίγες στιγμές αποσβολωμένος, κοιτώντας επίμονα αυτό που κείτονταν μπροστά του. Η αγωνία του Αγαμήδη είχε φτάσει στο κατακόρυφο, προσμένοντας την κρίση του εργοδότη του.
- "Είναι... Είναι θαυμάσιο κύριε Αγαμήδη!, αναφώνησε εν τέλει ο Πάρης καθώς πετάχτηκε γεμάτος ενθουσιασμό από την πολυθρόνα του. "Ειλικρινά δεν περίμενα τέτοια ποιότητα και τέτοιο μεγαλείο! Έχετε δώσει έμφαση στην κάθε λεπτομέρεια.. Η Νταίζη με το κατάλευκο φόρεμα, το ξέφωτο, τα δέντρα, ο Σπάρτακος να έχει κουρνιάσει στα πόδια της. Μα, αν είναι δυνατόν, έχετε αποτυπώσει ακόμα και το όνομά του, πάνω στο κολάρο του! Έλα να δεις Σπάρτακε!". Ο Πάρης έλυσε τον πιστό του σύντροφο από το καλοριφέρ και κρατώντας το λουρί γερά τον άφησε να πλησιάσει το κεφάλι του κοντά στον πίνακα, όσο χρειαζόταν για να θαυμάζει την λεπτομέρεια με την οποία τον είχε αναπαραστήσει ο Αγαμήδης.
- "Σας ευχαριστώ ειλικρινά", ψέλλισε ο Αγαμήδης καθώς ο Πάρης έδενε ξανά τον Σπάρτακο στο καλοριφέρ πριν βουλιάξει στην πολυθρόνα σκεφτικός.
- "Μα, τι συμβαίνει κύριε Πάρη;", ρώτησε ο Αγαμήδης που είχε διαισθανθεί αμέσως πως ο εργοδότης του είχε προβληματιστεί από κάτι.
- "Μόλις συνειδητοποίησα κάτι, κύριε Αγαμήδη. Δεν θέλω να σας προσβάλω, προς Θεού, αλλά υπάρχει κάτι που δεν με ικανοποιεί στον πίνακά σας".
Ο Αγαμήδης τον κοίταξε έντρομος.
- "Οι φιγούρες, το σκηνικό, η σύνθεση, το κάδρο.. Όλα είναι αριστουργηματικά. Αλλά είναι κάτι που λείπει , ή που τουλάχιστον δεν έχει τονιστεί όσο θα έπρεπε στο πορτραίτο της γυναίκας μου".
Ο Αγαμήδης συνέχισε να ακούει με απόλυτη συγκέντρωση τα σχόλια του Πάρη.
- "Η Νταίζη είναι ένας μοναδικός άνθρωπος. Είναι χαρισματική, γεμάτη δίψα για ζωή. Μέσα από κάθε της κίνηση, από κάθε της ενέργεια, ξεχύνεται το πάθος της για έκφραση. Αυτό είναι που με προβληματίζει με τον πίνακά σας. Δεν μπορώ να διακρίνω αυτό το πάθος της Νταίζης. Ενώ όλα τα επιμέρους στοιχεία φαίνονται άψογα, και προς Θεού, δεν έχω κανένα παράπονο με την πιστότητα της αναπαράστασης σας, υπάρχει κάτι που λείπει..."
Ο Αγαμήδης είχε μείνει άφωνος, κοιτώντας μία τον πίνακα και μία τον εργοδότη του.
-" Θα μπορούσα να πάρω τον λόγο , Κύριε;". Τα λόγια του Σπάρτακου έσπασαν την ανυπόφορη σιωπή που είχε πάλι αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της.
- Ναι Σπάρτακε, μπορείς να μιλήσεις.

Σκηνή 3

- "Χωρίς να θέλω να μειώσω την αξία του έργου του καλλιτέχνη, θα ήθελα να αρχίσω με ένα μικρό σχόλιο για την γενικότερη προσέγγιση την οποία υιοθέτησε. Μπορώ να διακρίνω μία δόση αφαιρετικότητας , έκδηλης κυρίως στο πρόσωπο της Κυρίας και στο δικό μου. Tην υποβόσκουσα απροσδιοριστία της δικής μου φιγούρας, μπορώ να την δικαιολογήσω στον τρισμέγιστο ζωγράφο, μιας και από ό,τι βλέπω βασίστηκε σε αυτήν την παλιά φωτογραφία μου".
Ο Σπάρτακος είχε προσέξει δίπλα από το κάδρο, πάνω στο τραπεζάκι με τα σύνεργα του Αγαμήδη, μια φωτογραφία του από κάποιον παλιό διαγωνισμό "Μίστερ Είλωτας". Για μια στιγμή χάθηκε στις σκέψεις του καθώς κοιτούσε τον εαυτό του, πολλές δεκαετίες πριν, με το σφριγηλό καλογυμνασμένο του σώμα, να σπρώχνει γεμάτος περηφάνια μια μυλόπετρα. Επανερχόμενος στο παρόν, συνέχισε:
- "Η δική μου σιλουέτα λοιπόν, μπορεί να μην ανταποκρίνεται πιστά στην παρούσα μορφή μου, λόγω της χρονολογική διαφοράς της φωτογραφίας που αποτέλεσε την βάση για τον καλλιτέχνη. Η σιλουέτα της Κυρίας, παρ' όλα αυτά, δεν θα έπρεπε να αποκλίνει τόσο από την πραγματική της μορφή. Πιστεύω ακράδαντα, πως δεν έγινε ποτέ καμία καλλιτεχνική συνεύρεση του καλλιτέχνη με την Κυρία στο ξέφωτο που είχαμε επιλέξει - το θυμάστε Κύριε, λίγο πιο έξω από την Κηφισιά. Αντ' αυτού, ο κύριος Αγαμήδης επέλεξε να τελέσει τον πίνακα αυτόν εδώ στο ατελιέ του, εμπιστευόμενος την φαντασία και το , ομολογουμένως αστείρευτο, ταλέντο του για να τοποθετήσει τις φιγούρες του πορτρέτου στον τόπο και χώρο που του είχε εξ' αρχής ζητηθεί. Διόλου δεν μέμφομαι αυτήν του την επιλογή. Και ο μεγάλος Γκογκέν άλλωστε είναι γνωστό ότι ζωγράφιζε βασιζόμενος στην μνήμη του και χλεύαζε τους καλλιτέχνες που δημιουργούσαν έχοντας ως αναγκαία συνθήκη την ύπαρξη ενός απτού , ζωντανού θέματος μπροστά στα μάτια τους. Παρόλα αυτά, θα προτιμούσα μια πιο ελεύθερη μετάγγιση των μορφών από το πινέλο του Αγαμήδη πάνω στον καμβά. Δεν θα έφτανα σε ακραίες μορφές έκφρασης, όπως για παράδειγμα τον κυβισμό τον οποίο πρέσβευε με επιτυχία ο μέγας Πικάσο. Θα πρότεινα κάποια προσέγγιση πιο εξωμορφική, η οποία θα άφηνε τα περιθώρια στον παρατηρητή να αναρωτηθεί για το είναι, το ποιόν και το εγώ των απαθανατισμένων στο κάδρο μορφών. Όπως στους περισσότερους πίνακες του Μοντιλιάνι για παράδειγμα, ο οποίος είναι και από τους αγαπημένους μου. Μα , δεν θέλω να μακρηγορήσω άλλο. Δεν μπορώ να κατηγορήσω τον προικισμένο αυτόν καλλιτέχνη επειδή επέλεξε να απεικονίσει το θέμα του με την μέγιστη δυνατή πιστότητα, βάζοντας, ομολογουμένως, σε ένα αόρατο καλούπι την φαντασία και την ερμηνεία του θεατή του. Θα ήταν σαν να χλευάζω τον μεγάλο Ρέμπραντ, τον τεράστιο Βελάσκεζ, τον απαράμιλλο Καραβάτζιο. Αυτό που θεωρώ ότι λείπει από την κατά τα άλλα αρτιότατη σύνθεση, είναι μία έντονη χρωματική αντίθεση. Κάτι που θα προσδώσει ζωντάνια στην απεικονιζόμενη σκηνή και θα αναδείξει την φλόγα και την αποφασιστικότητα που διαπερνά το κορμί της Κυρίας. Της Κυρίας που, στην παρούσα μορφή του πίνακα, χάνεται ανάμεσα στο ξέφωτο, στο λιβάδι και στο δάσος. Εξάλλου, αυτό είναι το πορτρέτο της, και πρέπει να δίνει την αίσθηση ότι η κυριαρχείται από την παρουσία της, ότι δονείται από την αύρα της. Πρέπει να σαγηνεύει τον παρατηρητή που θα το πλησιάσει. Να τον κάνει να την νιώθει, να την αισθάνεται, να την οσφραίνεται".
Όλοι έμειναν να κοιτούν τον Σπάρτακο απορημένοι, ενώ εκείνος πήρε πάλι την θέση του δίπλα στο αφεντικό του. Για τα επόμενα λεπτά, κανείς δεν μιλούσε. Ξάφνου, το βλέμμα του Αγαμήδη άστραψε και αμέσως πετάχτηκε όρθιος:
- "Σε ευχαριστώ για τις πολύτιμες συμβουλές σου! Τώρα είμαι βέβαιος ότι ξέρω τι λείπει για να ολοκληρωθεί το πορτραίτο και να μείνουν όλοι , και πρώτος εγώ, ικανοποιημένοι".
Αρπάζοντας τον πίνακα με τα δυο του χέρια, τον έσυρε πιο κοντά προς την Νταίζη, έτσι ώστε να μπορεί να βάλει τις τελευταίες πινελιές ενώ θα καθόταν δίπλα της στο ανάκλιντρο. Κανείς δεν μπορούσε να δει τι ήταν αυτό που βάλθηκε να αλλάξει στο πορτρέτο, μιας και ο Αγαμήδης το είχε γυρίσει προς το παράθυρο, ώστε να αποτρέψει κάθε αδιάκριτο βλέμμα να πέσει πάνω του προτού ολοκληρώσει την τελευταία του προσθήκη. Με μια σίγουρη κίνηση, πέρασε το χέρι του κάτω από το φουστάνι της Νταίζης, φτάνοντας με σβελτάδα μέχρι το εσώρουχό της. Το παραμέρισε και αυτό, μαζί με την υγρή σερβιέτα, και βούτηξε τα δύο του δάχτυλα στον ματωμένο της αιδοίο. Η Νταίζη έβγαλε μια κραυγή και έκανε να απομακρυνθεί, αλλά το αυστηρό βλέμμα του Πάρη την επανέφερε στην τάξη. Ο Αγαμήδης στη συνέχεια έβγαλε τα δάχτυλά του μέσα από τον σκοτεινό βωμό της, και απλώνοντας το σάρκινο πινέλο του προς τον πίνακα, άρχιζε να ζωγραφίζει με μανία και αποφασιστικότητα. Ένιωθε το χέρι του πιο σταθερό και πιο σίγουρο όσο ποτέ. Κάθε τόσο, όταν η πορφυρά μπογιά στέρευε, επαναλάμβανε την πρότερη ιεροτελεστία και συνέχιζε απερίσπαστος την δημιουργία του.
- "Ορίστε, τώρα είμαι βέβαιος ότι ο πίνακας είναι αντάξιος των προσδοκιών σας!", είπε απευθυνόμενος στον Πάρη, μετά από δέκα λεπτά οργιώδους οίστρου.
Όλοι, πλην του Σπάρτακου που το δεμένο στο καλοριφέρ λουρί του δεν του άφηνε πολλά περιθώρια κίνησης, πλησίασαν τον πίνακα για να παρατηρήσουν την τελευταία προσθήκη του Αγαμήδη. Δίπλα από την Ντάιζη, μπροστά από το δάσος και το ξέφωτο, είχε τώρα φυτρώσει ένα μικρό λιβάδι γεμάτο κατακόκκινες παπαρούνες.
Ο Πάρης κοίταξε εκστασιασμένος τον Αγαμήδη:
- "Ζητώ συγγνώμη που αμφισβήτησα την εμπειρία, το ταλέντο και την μαεστρία σας. Αυτό που βλέπω μπροστά μου με αφήνει απόλυτα ικανοποιημένο. Κι εγώ ο ίδιος δεν μπορούσα να βρω λόγια για να περιγράψω τι ήταν αυτό που ήθελα να αλλάξει, αλλά εσείς μεγάλε καλλιτέχνη βρήκατε τον τρόπο να προσθέσετε το στοιχείο εκείνο που έλειπε για να γίνει ο πίνακάς σας από πανέμορφος, μαγευτικός. Σας ευχαριστώ για την συνεργασία και σας περιμένω την επόμενη εβδομάδα στα επίσημα αποκαλυπτήρια του πίνακα στην έπαυλή μου, με αφορμή την 10η επέτειο γάμο με την Νταίζη μου".
- Θα είναι μεγάλη μου τιμή κύριε Πάρη να παρευρεθώ σε αυτό το τόσο σημαντικό για εσάς γεγονός. Μόνο που απομένουν ακόμα κάποιες τελευταίες διαδικαστικές λεπτομέρειες πριν μπορέσω να σας παραδώσω τον πίνακα. Θα είναι έτοιμος βέβαια πριν την επίμαχη ημέρα. Τι θα λέγατε να στέλνατε κάποιον να τον παραλάβει από εδώ μετά από 3-4 ημέρες; Νομίζω ότι μέχρι τότε θα είναι έτοιμος."
- "Μα βέβαια κύριε Αγαμήδη. Θα στείλω κάποιον για τον πίνακα τότε.."

Είχαν ήδη μπει στο αυτοκίνητο, έχοντας αποχαιρετήσει τον ζωγράφο, όταν ο Σπάρτακος εξέφρασε τον προβληματισμό του στον Πάρη. Η Νταίζη είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του, αποκαμωμένη ύστερα από την τόσο έντονη καλλιτεχνική συνεδρία που βίωσε.
- "Κύριε, επιτρέψτε μου να πάρω τον λόγο".
- "Τον έχεις Σπάρτακε, τι συμβαίνει";
- "Με όλο τον σεβασμό προς το πρόσωπό σας Κύριε, θα ήθελα να εκφράσω τις επιφυλάξεις μου για την φερεγγυότητα του ζωγράφου Αγαμήδη".
-" Μα τι λες; Τι σε κάνει να πιστεύεις κάτι τέτοιο";
- "Δεν είμαι σίγουρος ακόμα Κύριε, αλλά κάτι δεν μου άρεσε πάνω του. Έχω την αίσθηση ότι μας κρύβει πράγματα. Ότι υπάρχει κάτι που δεν θέλει να μάθουμε. Κι ύστερα, είναι και η σχέση του με την Κυρία..."
- "Τι θες να πεις, Σπάρτακε; Δεν σε καταλαβαίνω."
- "Υποπτεύομαι, και συγχωρέστε με Κύριε αν ακούγεται ασεβές, ότι ο καλλιτέχνης έχει ξεπεράσει τα όρια της σχέσης ζωγράφου μοντέλου κατά την διάρκεια που φιλοτέχνησε τον πίνακα της Κυρίας."
- "Τι σε κάνει να πιστεύεις κάτι τέτοιο Σπάρτακε. Αν υπήρχε κάτι μεταξύ τους, θα το είχα καταλάβει σήμερα. Πρόσεξες κάτι που προδίδει κάποια ύποπτη οικειότητα μεταξύ τους;"
-" Δεν ξέρω Κύριε.. Μπορεί να είναι η ιδέα μου. Αλλά πρόσεξα κάποιες κλεφτές ματιές που του έριχνε η Κυρία καθ όλη την διάρκεια της επίσκεψής μας".
- "Χμμμμ.. Θα είναι η ιδέα σου Σπάρτακε. Δεν πρόσεξα τίποτα το μεμπτό. Και εξάλλου, η Νταίζη δεν είναι τέτοιος άνθρωπος".
Ο Σπάρτακος χαμήλωσε ταχύτητα καθώς το αυτοκίνητο πλησίαζε στο γκαράζ της έπαυλης. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον προβλημάτιζε πάνω στον Αγαμήδη. Τι να ήταν άραγε αυτό που τους έκρυβε ο ζωγράφος; Για ένα πράγμα όμως ήταν βέβαιος: δεν θα σταματούσε μέχρι να μάθει την αλήθεια.

Σκηνή 4

Πάνε πολλά χρόνια από τότε που η έπαυλη του Πάρη είχε ανοίξει τις πόρτες της για να υποδεχθεί κάποιον πέραν από τους συνήθεις ενοίκους της. Η σημερινή μέρα φάνταζε στο μυαλό του πολύ σημαντική. Όχι μόνο γιατί σαν σήμερα, πριν δέκα ολόκληρα χρόνια, αντάλλαξε όρκους αιώνιας αγάπης και πίστης με την αγαπημένη του Νταίζη, αλλά και επειδή είχε καταφέρει να της χαρίσει το πιο όμορφο και πιο διαχρονικό δώρο που μπορούσε ο νους του να συλλάβει: το πορτρέτο της. Τις σκέψεις του διέκοψε το χτύπημα της πόρτας το γραφείου του.
- "Εμπρός, περάστε παρακαλώ"
Ο Σπάρτακος άνοιξε με δισταγμό την πόρτα και πέρασε στο γραφείο του Πάρη, φροντίζοντας να την κλείσει πάλι προσεκτικά πίσω του. Μέσα στο σπίτι μπορούσε να κυκλοφορεί χωρίς το λουρί. Πλησίασε το αφεντικό του και, με σκεφτικό ύφος, προσπάθησε να του εξηγήσει την κατάσταση για την οποία μόλις πριν λίγο έλαβε γνώση.
- "Κύριε, θα μπω απευθείας στο θέμα. Πιστεύω πως πρέπει να ακυρώσουμε το σημερινό γεύμα. Τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται.."
Ο Πάρης ακούμπησε το πούρο του στο σταχτοδοχείο, και μη θέλοντας να δείξει την οργή του, απάντησε κοφτά.
- "Το ξέρω πως εσύ έχεις επωμιστεί την ευθύνη για την οργάνωση της σημερινής γιορτής. Και καταλαβαίνω πως η κούραση και το άγχος σε έχουν καταβάλει. Πίστεψέ με όμως, όλα θα κυλήσουν άψογα. Δεν έχεις κανέναν λόγο να αμφιβάλλεις".
- "Δεν καταλαβαίνετε τι έχει συμβεί, Κύριε", συνέχισε σε πιο έντονο ύφος ο Σπάρτακος."Πρέπει να ακυρωθεί η γιορτή, όσο είναι ακόμα νωρίς!".
- "Σταμάτα επιτέλους!". Η φωνή του Πάρη αντήχησε μέσα στο δωμάτιο. "Μα να, σαν να άκουσα τους πρώτους καλεσμένους να καταφτάνουν. Σύνελθε και πάψε να σκέφτεσαι ανοησίες. Και πες στην Κυρία σου να κατέβει στην σάλα το συντομότερο."
- " Η Κυρία δεν θα έρθει...", ξεστόμισε ο Σπάρτακος αλλά ο Πάρης είχε ήδη βγει φουριόζος από το γραφείο, πηγαίνοντας να υποδεχθεί τους καλεσμένους του.

Η σάλα που θα στέγαζε το δείπνο ήταν στολισμένη με λευκά τριαντάφυλλα και κορδέλες. Το πορτρέτο της Νταίζης είχε τοποθετηθεί σε περίοπτη θέση, μπροστά από το μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στον ολάνθιστο κήπο. Ήταν καλλυμένο και αυτό με ένα λευκό ύφασμα, το οποίο έλαμπε κάτω από το φως του ήλιου που αφειδώς το έλουζε. Έμοιαζε να περιμένει καρτερικά την ώρα που ένα χέρι θα το πέταγε μακρυά, αποκαλύπτοντας στους πεινασμένους συνδαιτυμόνες το αριστούργημα που με τόση ευλάβεια κάλυπτε. Στην μέση του δωματίου δέσποζε η επιβλητική, μακρόστενη τραπεζαρία. Στην μια της άκρη ήταν η θέση του οικοδεσπότη, ενώ στο άλλο άκρο βρισκόταν η θέση της οικοδέσποινας. Δύο μικρές οθόνες, μία σε κάθε άκρο του θεόρατου τραπεζιού, με ενσωματωμένη κάμερα και μικρόφωνο, φρόντιζαν για την επικοινωνία του ζευγαριού, μιας και η εικόνα, και πόσο μάλλον ο ήχος, ήταν αδύνατο να διαδοθούν σε τόσο μεγάλη απόσταση..
Όλο και περισσότεροι καλεσμένοι κατέφθαναν στην έπαυλη, μα η οικοδέσποινα δεν έλεγε να φανεί. Ο Πάρης είχε πλέον αρχίσει να ανησυχεί, όταν και ο τελευταίος προσκεκλημένος πέρασε το κατώφλι του γιορτινού σπιτιού. Μα εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησε κάτι που μέχρι τότε του είχε διαφύγει. Μόνο δύο πρόσωπα δεν είχαν κάνει ακόμα την εμφάνισή τους. Εκτός από την Νταίζη, και ο ζωγράφος Αγαμήδης απουσίαζε από την σάλα... Ο Πάρης σκέφτηκε τα λόγια του πιστού του συντρόφου, καθώς κρύος ιδρώτας άρχιζε να τον λούζει. Σαρώνοντας με το άγρυπνο μάτι του τον χώρο από άκρη ως άκρη, έψαχνε απεγνωσμένα να τον βρει. Μάταια όμως... Προσπάθησε να μην χάσει την ψυχραιμία του, μπροστά σε αυτήν την τρομερή διαπίστωση, αυτόν τον ανείπωτο εφιάλτη που εκτυλισσόταν μπροστά του. Η γυναίκα του ήταν απούσα στην πιο σημαντική ημέρα της ζωής τους. Δεν ήθελε να παραδεχθεί το προφανές. Δεν μπορούσε να δεχθεί ότι την μάγεψε ο ταλαντούχος αρτίστας. Έμεινε για λίγο μαρμαρωμένος να κοιτάζει το πορτρέτο που σε λίγη ώρα θα αντίκριζαν γεμάτοι περηφάνια και θαυμασμό οι καλεσμένοι του. Χρειάστηκε μόνο λίγα λεπτά για να συγκροτηθεί και να πάρει την απόφασή του. " Η γιορτή θα συνεχιστεί", σκέφτηκε. "Δεν θα αφήσω τίποτα να την χαλάσει. Τίποτα! Όσο για αυτήν.. Δεν αξίζει να ασχολούμαι άλλο.".

Ύστερα από λίγα λεπτά, η τραπεζαρία είχε γεμίσει ασφυκτικά με καλεσμένους. Ο Πάρης τους κοίταζε, και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι η λαχτάρα τους για τα αποκαλυπτήρια του πίνακα ήταν μεγαλύτερη από την λαχτάρα τους για το επερχόμενο τσιμπούσι.
- "Κυρίες, κύριοι. Θα ήθελα την προσοχή σας". Ο θόρυβος μέσα στην σάλα άρχισε να μειώνεται, ώσπου τελικά η φωνή του Πάρη ήταν η μόνη που ακουγόταν.
- " Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που με τιμήσατε με την παρουσία σας σήμερα. Δυστυχώς, σε αυτήν την ξεχωριστή στιγμή, η μοίρα μας έπαιξε άσχημο παιχνίδι. Η σύζυγός μου δεν θα μπορέσει να παραστεί σήμερα στο γεύμα και στα αποκαλυπτήρια του πορτρέτου της. Η κατάστασή της επιδεινώθηκε, και μη μπορώντας να ελέγξει πλέον τις κενώσεις της, χρειάστηκε να υποβληθεί σε εγχείρηση σφιγκτήρα. Δεν είναι κάτι ανησυχητικό. Η Νταίζη μου ζήτησε μάλιστα να σας μεταβιβάσω την συγγνώμη της που δεν μπορεί να παραστεί σήμερα εδώ. Δεν θέλει σε καμία περίπτωση να πιστέψετε ότι σας έχει χεσμένους. Ελπίζω να απολαύσετε το γεύμα που ακολουθεί. Καλή σας όρεξη.".
Οι καλεσμένοι έπεσαν με τα μούτρα στο πλουσιοπάροχο γεύμα, και έδειχναν να μην έχουν επηρεαστεί από την απουσία της οικοδέσποινας. Αφού καταβρόχθισαν τα γιουβαρλάκια που τους σέρβιραν για ορεκτικό, συνέχισαν απτόητοι και με τον ίδιο ζήλο να ξεκοκαλίζουν το κυρίως γεύμα, ένα ιδιαιτέρως ευμέγεθες αρνί στο φούρνο.

- "Σταματήστεεεεε!". Η κραυγή του Σπάρτακου ξάφνιασε τους μπουκωμένους καλεσμένους. Ο Πάρης έκανε να σηκωθεί αλλά σκέφτηκε πως πλέον δεν είχε κανένα νόημα. Ο πιστός του σύντροφος στεκόταν δίπλα στο καλυμμένο κάδρο, κοιτώντας με ένα απλανές βλέμμα τους συγκεντρωμένους λιμάριδες.
- "Μην κάνεις τον κόπο πιστέ μου Σπάρτακε. Πόσο λάθος είχα που σε αμφισβήτησα... Είναι πολύ αργά πλέον, τα κατάλαβα όλα!".
Ένα μειδίαμα έκανε την εμφάνισή του στο πρόσωπο του Σπάρτακου .
- "Όχι Κύριε, δεν έχετε καταλάβει ακόμα τίποτα!" κραύγασε ο Σπάρτακος και τραβώντας με δύναμή το λευκό ύφασμα που κάλυπτε το πορτρέτο, άφησε τους πάντες άναυδους μπροστά στο απρόσμενο θέαμα. Το πρόσωπο της Νταίζης, δεν υπήρχε πια. Την θέση του είχε πάρει ένα απροσδιόριστο μείγμα χρωμάτων. Μια φρικαλέα μουντζούρα.
Ο Πάρης έμεινε να κοιτάει σαστισμένος το παραμορφωμένο πορτρέτο, μην μπορώντας να καταλάβει τι εκτυλίσσεται μπροστά του.
- " Ξέρω πως σας φαίνεται αδιανόητο, αλλά πιστέψτε με, μία απόλυτα λογική και συνάμα τραγική εξήγηση κρύβεται πίσω απ' όλα αυτά...
- " Κύριε...", είπε γυρνώντας το βλέμμα του προς τον Πάρη. "και εσείς και η Κυρία είστε τα θύματα σε μια φρικαλέα πλεκτάνη". Τα μάτια του Πάρη καρφώθηκαν πάνω στον παντογνώστη είλωτα, εκλιπαρώντας για μια λυτρωτική εξήγηση.
- "Ο ζωγράφος Αγαμήδης, δεν είναι αυτός που όλοι νομίζαμε. Ο άνθρωπος αυτός είναι ένας παρανοϊκός, μία επικίνδυνη προσωπικότητα. Το ξέρω ότι το όνομά του δεν σας λέει κάτι... Φρόντιζε να καλύπτει καλά τα ίχνη του, μιας και καταζητείται για πάνω από δέκα χρόνια από τις αρχές. Έχει χρησιμοποιήσει πολλά ονόματα στο παρελθόν, για να πετάξει από πάνω του κάθε υποψία. Προκρούστης, Σίνης, Σκίρωνας είναι μόνο μερικά από τα ψευδώνυμα αυτού του απατεώνα. Ο τρόπος δράσης του ίδιος και απαράλλακτος Αναλάμβανε να φιλοτεχνήσει τα πορτρέτα πλούσιων και αριστοκρατικών κυριών. Εξαπατούσε τους αδαείς συζύγους δείχνοντας τους το τελειώμενο αριστούργημα λίγες μέρες πριν την επίσημη παρουσίαση. Και ύστερα, με πρόσχημα κάποιες τελευταίες μικροαλλαγές, κρατούσε τον πίνακα για μερικές μέρες ο ίδιος, πριν τον παραδώσει στην τελική του μορφή στους εργοδότες του. Μα τα σκοτεινά του κίνητρα, η αρρωστημένη του φύση, τον ωθούσε να καταστρέψει την ίδια του την δουλειά. Ό,τι ο ίδιος με κόπο δημιούργησε. Όλοι του οι πίνακες εμφανίζονταν τελικά παραμορφωμένοι και πρακτικά κατεστραμμένοι. Όπως και αυτός που βρίσκεται τώρα δίπλα μου, με την μορφή της Κυρίας Νταίζης να έχει βάναυσα αλλοιωθεί..."
Ακόμα και οι τελευταίοι καλεσμένοι που συνέχιζαν να τρώνε το αρνί, τώρα κοίταζαν ασάλευτοι τον αποκαλυπτικό αγγελιοφόρο. Ο Πάρης έφερε στο μυαλό του όσα διαδραματίστηκαν τις μέρες που προηγήθηκαν. Την συνάντηση στο ατελιέ του Αγαμήδη και τις δήθεν απαραίτητες διορθώσεις της τελευταίας στιγμής που θα καθυστερούσαν την παράδοση του πίνακα. Μα η Νταίζη; Ακόμα και αν εκείνος ο άνθρωπος είναι ένας κοινός απατεώνας, αυτό δεν εξηγεί την απουσία της αγαπημένης του συζύγου από την σημερινή γιορτή.
- " Μα δυστυχώς, η θλιβερή αυτή ιστορία δεν τελειώνει εδώ..", συνέχισε ο Σπάρτακος. "Την ίδια τύχη με τους πίνακες, είχαν και τα μοντέλα... Όλες όσες πόζαραν για αυτό το κτήνος, εξαφανίστηκαν ύστερα μυστηριωδώς. Προφανώς ο διαταραγμένος καλλιτέχνης δεν αρκούνταν στο να σκοτώνει τα έργα του. Έπρεπε να θανατώνει και την πηγή της έμπνευσής του".
Ο Πάρης βρίσκονταν σε μια κατάσταση σοκ, μην μπορώντας να πιστέψει αυτά που μόλις άκουσε. Η απέχθειά του προς την Νταίζη είχε δώσει τώρα τη θέση της σε μια απύθμενη θλίψη. Σε μια θλίψη που γινόταν οργή. Οργή προς τον Αγαμήδη, οργή και προς τον εαυτό του που φάνηκε τόσο δειλός και μπροστά στην πρώτη δύσκολή στιγμή αποκαθήλωσε το ίνδαλμα της συζύγου του και βιάστηκε να την κατηγορήσει, να την καταδικάσει, να την αφορίσει Καυτά δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα κατακόκκινα μάτια του, όταν μια αγγελική τσιρίδα διαπέρασε τα αυτιά του.

- " Αρκετάααα. Φτάνουν πια οι συκοφαντίες!". Η Νταίζη, ντυμένη με ένα κατάλευκο φόρεμα, ίδιο με αυτό που φορούσε στο πορτρέτο, ξεπρόβαλε στην άκρη της σάλας. "Άκουσα όλα αυτά τα ψεύδη του βδελυρού δούλου! Όπως βλέπετε όλοι σας, είμαι εδώ ολοζώντανη μπροστά σας!"
Ο Πάρης έκανε να σηκωθεί από την καρέκλα του και να τρέξει στην αγκαλία της, αλλά η Νταίζη με ένα παγερό νεύμα τον σταμάτησε.
"Όσο για τον καλλιτέχνη που φιλοτέχνησε το πορτραίτο μου, θα ήθελα να αποκαταστήσω την υπόληψη του. Αυτός ο πίνακας, το ξέρω, δεν ανταποκρίνεται στο ταλέντο και την μεγαλοφυΐα του Αγαμήδη. Φέρτε το μέσα!"
Δύο γεροδεμένοι νέοι έκαναν την είσοδό τους στην σάλα, μεταφέροντας με προσοχή και δυσκολία ένα ψηλόλιγνο κατασκεύασμα καλυμμένο με μαύρο ύφασμα. Πέρασαν μπροστά από την Νταίζη, και το εναπόθεσαν δίπλα στο παραμορφωμένο πορτραίτο της.
- "Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω το πραγματικό δώρο του καλλιτέχνη για την σημερινή επέτειο".
Τραβώντας απαλά το μαύρο παραπέτασμα, αποκάλυψε ένα θέαμα που έμελλε να μείνει αξέχαστο σε όποιον είχε την τύχη, ή καλύτερα την ατυχία, να είναι παρών εκείνη την μέρα στην 10η επέτειο των γάμων του Πάρη και της Νταίζης. Μπροστά τους έστεκε ένα αποτρόπαιο γλυπτό, μια νοσηρή σύνθεση που ακόμα και ο πιο αρρωστημένος νους θα δυσκολευόταν να συλλάβει. Ένας γυναικείος κορμός αποτελούσε τη βάση του φρικιαστικού αυτού τερατουργήματος. Πάνω του, ραμμένα με χοντρή μαύρη κλωστή, δύο γυναικεία χέρια και πόδια, όλα διαφορετικά μεταξύ τους. Όλα είχαν μια όψη ωχρή, έμοιαζαν ταριχευμένα, ενώ η μυρωδιά της φορμόλης είχε πλημμυρίσει την σάλα. Και στην κορφή του ανίερου αυτού συνονθυλεύματος, ραμμένο με χρυσή κλωστή, στεκόταν το κεφάλι του εωσφορικού καλλιτέχνη. Το κεφάλι του Αγαμήδη, βαμμένο με φανταχτερές γυναικείες σκιές κάτω από τα μάτια, μια γενναιόδωρη δόση πούδρας στα μάγουλα, έντονο κόκκινο κραγιόνι στα χείλη και ένα πράσινο πλουμιστό καπέλο βγαλμένο από την δεκαετία του '30.

Μία τρομερή σιωπή κυρίευσε την σάλα. Έντρομοι οι καλεσμένοι κοιτάζονταν μεταξύ τους, και ύστερα κοίταζαν πάλι το κάτωχρο γλυπτό, μη μπορώντας να συνειδητοποιήσουν τι έχει συμβεί. Μόνο ο Σπάρτακος βρήκε το θάρρος να σπάσει την σιωπή.
- "Μα αυτό είναι φρικιαστικό, είναι ακατανόητο! Αυτά τα κιτρινισμένα και πολυκαιρισμένα γυναικεία μέλη! Αυτός ο μουμιοποιημένος γυναικείος κορμός! Είναι προφανές! Ανήκουν στις άτυχες κυρίες που έπεσαν θύματα του παράφρονα στο παρελθόν. Ποιος θα το περίμενε πως θα είχε συλλάβει κάτι τόσο τρομακτικό το άρρωστο μυαλό του. Τα διατήρησε όλα αυτά τα χρόνια, περιμένοντας υπομονετικά για να πετύχει τον πολυπόθητο στόχο του. Μα...". Ο Σπάρτακος πάγωσε προς στιγμήν, φοβούμενος για την απάντηση που θα λάμβανε στην ερώτηση που ετοιμαζόταν να θέσει.
- "Μα αν το κεφάλι του Αγαμήδη ήταν το συστατικό που ολοκλήρωσε την σατανική του ιδέα, τότε ποιος..".

- "Ε ναι λοιπόν!". Η Νταίζη είχε πάρει και πάλι τον λόγο, βρισκόμενη σε μια απροσδιόριστη κατάσταση έκστασης και σύγχυσης μαζί.
- "Έπρεπε να λυτρώσω τον αγαπημένο μου. Να τον βγάλω από την αέναη μιζέρια, από την αιώνια θλίψη του ανικανοποίητου. Ποτάμια δάκρυα έχυσα πάνω του, εκλιπαρώντας τον να αλλάξει γνώμη, να παρατήσει το μακρόπνοο και μακρόχρονο σχέδιό του, αυτό που θα του εξασφάλιζε μια θέση στο καλλιτεχνικό πάνθεον. Μάταια όμως. Τι κι αν του είχα εξασφαλισμένη θέση καθηγητή αισθητικής αγωγής στο λύκειο της Ύδρας; Η αμετροεπής του φιλοδοξία και το σαράκι της αιώνιας καταξίωσης δεν τον άφηναν σε ησυχία. Δεν είχα άλλη επιλογή! Τι με κοιτάτε;;;
- "Ναι! Εγώ του έκοψα το κεφάλι! Εγώ έμελλε να ολοκληρώσω το φιλόδοξο και πολυετές του έργο, το υπέρτατο του αριστούργημα. Σε μένα έλαχε να τραγουδήσω το κύκνειο άσμα του. Όσο για το υπόλοιπο κορμί του... Το στιβαρό αυτό κορμί που με έσφιγγε στην αγκαλιά του κάθε βραδύ αφότου με απαθανάτιζε πάνω στον καμβά. Δεν θα μπορούσα να φανώ εγωίστρια... Ήθελα να το γευτείτε κι εσείς, όπως το γευόμουν κι εγώ όλους αυτούς τους τελευταίους ονειρικούς μήνες! Γίνατε όλοι κοινωνοί του ταλέντου του! Είστε ευλογημένοι!", κραύγαζε η Νταίζη μέσα σε ένα παραλήρημα γέλιου και οδυρμού.

Οι έκπληκτοι καλεσμένοι, ακούγοντας τα λόγια της Ντάίζης, έφεραν στη μνήμη τους τα γιουβαρλάκια και το , ομολογουμένως περίεργο, αρνί που είχαν μόλις καταναλώσει. Κάτι η μυρωδιά της φορμόλης, κάτι το ότι όλοι είχαν μεταλάβει το σώμα του παράφρονα, και οι πρώτοι εμετοί δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Ο ένας μετά τον άλλον οι καλεσμένοι άρχισαν να αποβάλλουν τα κομμάτια του καλλιτέχνη που είχαν μέσα τους, γεμίζοντας ζεστά, κιτρινοπράσινα, πηχτά υγρά το τραπέζι και ολόγυρα το πάτωμα.

Εν μέσω αυτού του γαστρονομικού χάους, ο Πάρης σηκώθηκε από την καρέκλα του. Ήταν γνωστός για το γερό του στομάχι, και οι αποκαλύψεις της αγαπημένης του τον είχαν αφήσει ανεπηρέαστο Πλησίασε προς την Νταίζη, θέλοντας να της πει με όση αγάπη και στοργή μπορούσε να βρει μέσα του, πως την συγχωρεί για όσα ομολόγησε. Τότε ήταν που παρατήρησε κάτι παράταιρο πάνω στο αποσυντεθειμένο γλυπτό. Στην θέση του αιδοίου, βρισκόταν ένα χρυσό ξιφίδιο. Η λαβή του ήταν μπηγμένη όλη βαθιά μέσα στον σάπιο κόλπο, και μετά από το πέρασμα τόσων χρόνων είχε γίνει ένα με αυτόν. Ο Πάρης δεν είχε πάρει το βλέμμα του από το φαλλικό σύμβολο, όταν άκουσε τη φωνή της Νταίζης:
- " Ακόμα και νεκρός, είναι τόσο σκληρός όσο εσύ ποτέ δεν ήσουν!".
Γυρνώντας προς το μέρος της, πρόλαβε να την δει να αφήνει το φόρεμά της να γλιστρήσει απαλά στο πάτωμα. Ύστερα, με ένα σάλτο, πήδηξε στην άψυχη αγκαλιά του γλυπτού, τυλίγοντας τα πόδια της σφιχτά γύρω του. Καθώς το ξιφίδιο καρφώθηκε μέσα της, μια κραυγή πόνου και ηδονής συνάμα αντήχησε μέσα στην σάλα. Ένας υπόκωφος θόρυβος ακούστηκε καθώς το σύμπλεγμα των δύο εραστών έπεφτε στο πάτωμα. Το ξιφίδιο έσχισε ακόμη πιο βαθιά τον κόλπο της Νταίζης, και εκείνη έγειρε μπροστά το κορμί της, για να αφήσει την τελευταία της πνοή πάνω στα βαμμένα κόκκινα χείλη του Αγαμήδη.

Μάταια όμως. Το κεφάλι του αγαπημένου της, εξ αιτίας της σφοδρής πτώσης, ξεκόλλησε από το υπόλοιπο γλυπτό. Κύλισε μέσα στο γεμάτο εμετούς πάτωμα -σαν να ήθελε να βρεθεί για τελευταία φορά μαζί με τα υπόλοιπα κομμάτια του Αγαμήδη- και σταμάτησε στη μπαλκονόπορτα που έβλεπε στον ολάνθιστο κήπο. Το βλέμμα του Σπάρτακου καρφώθηκε πάνω στο εμετικό, μακιγιαρισμένο κοψίδι. Προσπάθησε να συγκρατηθεί, μα δεν τα κατάφερε. Έπεσε στα τέσσερα και με μια δρασκελιά άρπαξε το κεφάλι του ζωγράφου. Το κρατούσε στο στόμα του όταν πήδηξε προς τον κήπο, σπάζοντας σε χίλια κομμάτια τα τζάμια της μπαλκονόπορτας. Τα γυαλιά έλουσαν την άψυχη Νταίζη και τον ακέφαλο παρτενέρ της. Και καθώς το φως έπεφτε πάνω τους, αυτά λαμπύριζαν, σαν αμέτρητα μικρά διαμάντια. Πιο πέρα, στο βάθος του κήπου, ο Σπάρτακος είχε ήδη ροκανίσει με βουλιμία το έπαθλό του. Οι μπογιές είχαν πλέον χαθεί από το κεφάλι του Αγαμήδη. Μόνο λιγοστή σάρκα είχε απομείνει πάνω στο λευκό του κρανίο, ανάκατη με αίμα, θυμίζοντας κάτι από την αγαπημένη του ομάδα.